χειροδικώ

χειροδικώ
κάνω χειροδικία, τιμωρώ με τα ίδια μου τα χέρια αυτόν που με αδίκησε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χειροδικώ — χειροδικώ, χειροδίκησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χειροδικώ — έω, Ν δέρνω κάποιον για να τόν τιμωρήσω για κακό που μού έκανε. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χειροδίκης. Το ρ. μαρτυρείται από το 1883 στον Κ. Α. Κυπριάδη] …   Dictionary of Greek

  • επιχειρονομώ — ἐπιχειρονομῶ, έω (Α) 1. κάνω χειρονομίες 2. αρπάζω κάτι 3. χειροδικώ …   Dictionary of Greek

  • σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… …   Dictionary of Greek

  • χειρουργώ — χειρουργῶ, έω, ΝΜΑ [χειρουργός] εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση αρχ. 1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.) 2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῑν», Θουκ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”